Ένα νέο νομοσχέδιο, που βρίσκεται υπό διαβούλευση, προκαλεί έντονες αντιδράσεις και προβληματισμούς σχετικά με την ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς στην χώρα μας.
Ενώ η κυβέρνηση διατείνεται ότι το νομοσχέδιο στοχεύει στον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας και τη διασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής των συγκεντρώσεων, πολλοί εκφράζουν φόβους για μια επιστροφή σε πρακτικές αστυνομοκρατίας, περιορίζοντας ουσιαστικά θεμελιώδη δικαιώματα.
Το νομοσχέδιο, επικαλούμενο το άρθρο 21 του Συντάγματος, το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το άρθρο 12 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλες διεθνείς συνθήκες, θέτει νέους όρους και περιορισμούς για τη διεξαγωγή συγκεντρώσεων και πορειών.
Συγκεκριμένα, απαιτείται η έγκαιρη ειδοποίηση προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, τουλάχιστον επτά ημέρες πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία της συγκέντρωσης, είτε σε ηλεκτρονική είτε σε έντυπη μορφή.
Ένας από τους βασικούς προβληματισμούς αφορά τον ρόλο του διοργανωτή, ο οποίος, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, μετατρέπεται ουσιαστικά σε “όργανο” της Αστυνομίας.
Ο διοργανωτής υποχρεούται να “συμμορφώνεται με τις υποδείξεις της, παρέχοντας τη συνδρομή του για την τήρηση της τάξης”. Η υποχρέωση αυτή, σε συνδυασμό με την απαίτηση να μεριμνά για την ομαλή και ειρηνική διεξαγωγή της συγκέντρωσης, θέτει τον διοργανωτή σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση, αναλαμβάνοντας ευθύνες που κανονικά ανήκουν στην Αστυνομία.
Επιπλέον, το νομοσχέδιο δίνει στην Αστυνομία την εξουσία να δίνει οδηγίες όχι μόνο στους διοργανωτές, αλλά και στους συμμετέχοντες, θέτοντας ζητήματα πιθανής καταστολής και περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης.
Η δυνατότητα που δίνεται στην Αστυνομία να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο στην περιοχή της συγκέντρωσης να αφαιρέσει αντικείμενα που αποκρύπτουν την ταυτότητά του, ακόμη και με την απειλή ποινής φυλάκισης ή χρηματικής ποινής, δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για αυθαίρετες και καταχρηστικές πρακτικές.
Εν κατακλείδι, το νομοσχέδιο για τις συγκεντρώσεις, παρά τις διακηρύξεις για εκσυγχρονισμό, εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Ο κίνδυνος να μετατραπεί η Αστυνομία σε παντοδύναμο ρυθμιστή των δημόσιων συναθροίσεων και να περιοριστεί η ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς είναι υπαρκτός και απαιτείται ενδελεχής συζήτηση και αναθεώρηση του νομοσχεδίου, ώστε να διασφαλιστεί η ισορροπία μεταξύ της δημόσιας τάξης και της προστασίας των ατομικών ελευθεριών.
Η ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και οποιαδήποτε προσπάθεια περιορισμού της πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη προσοχή και κριτικό πνεύμα.